αβελτίωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αβελτίωτος < μεσαιωνική ελληνική ἀβελτίωτος[1] < αρχαία ελληνική βελτιόω / βελτιῶ. Μορφολογικά αναλύεται σε α- + βελτιώ(νω) + -τος.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.velˈti.o.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βελ‐τί‐ω‐τος
Επίθετο
επεξεργασία
αβελτίωτος, -η, -ο
- που δεν έχει βελτιωθεί ή δεν είναι δυνατόν να βελτιωθεί
- (βιολογία) που δεν έχει δεχθεί γενετική βελτίωση
- ※ Οι ελληνικοί γάιδαροι αποτελούν μιαν αβελτίωτη φυλή με έντονα τα χαρακτηριστικά των άγριων προγόνων τους, σε αντίθεση με τους κύπριος όνους, που είναι σαφώς βελτιωμένοι, μεγαλόσωμοι, σκουρόχρωμοι και πιστεύεται πως προέρχονται από βελτιωμένες φυλές της Αιγύπτου.
- Μάχη Τράτσα, Οι τετράποδοι ιθαγενείς, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αβελτίωτος
|
Πηγές
επεξεργασία
- αβελτίωτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αβελτίωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αβελτίωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ αβελτίωτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)