↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βελτιώσιμος η βελτιώσιμη το βελτιώσιμο
      γενική του βελτιώσιμου της βελτιώσιμης του βελτιώσιμου
    αιτιατική τον βελτιώσιμο τη βελτιώσιμη το βελτιώσιμο
     κλητική βελτιώσιμε βελτιώσιμη βελτιώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βελτιώσιμοι οι βελτιώσιμες τα βελτιώσιμα
      γενική των βελτιώσιμων των βελτιώσιμων των βελτιώσιμων
    αιτιατική τους βελτιώσιμους τις βελτιώσιμες τα βελτιώσιμα
     κλητική βελτιώσιμοι βελτιώσιμες βελτιώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βελτιώσιμος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

βελτιώσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία