Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βελτιώσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βελτιώσιμ
ος
η
βελτιώσιμ
η
το
βελτιώσιμ
ο
γενική
του
βελτιώσιμ
ου
της
βελτιώσιμ
ης
του
βελτιώσιμ
ου
αιτιατική
τον
βελτιώσιμ
ο
τη
βελτιώσιμ
η
το
βελτιώσιμ
ο
κλητική
βελτιώσιμ
ε
βελτιώσιμ
η
βελτιώσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βελτιώσιμ
οι
οι
βελτιώσιμ
ες
τα
βελτιώσιμ
α
γενική
των
βελτιώσιμ
ων
των
βελτιώσιμ
ων
των
βελτιώσιμ
ων
αιτιατική
τους
βελτιώσιμ
ους
τις
βελτιώσιμ
ες
τα
βελτιώσιμ
α
κλητική
βελτιώσιμ
οι
βελτιώσιμ
ες
βελτιώσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βελτιώσιμος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
βελτιώσιμος, -η, -ο
που μπορεί να
βελτιωθεί
, να γίνει
καλύτερος
Συγγενικά
επεξεργασία
βελτιώνομαι
βελτιώνω
βελτίωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βελτιώσιμος
γαλλικά
:
améliorable
(fr)
,
perfectible
(fr)