βελτίων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | βελτίων | τὸ | βέλτιον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | βελτίονος | τοῦ | βελτίονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | βελτίονῐ | τῷ | βελτίονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | βελτίονᾰ - βελτίω | τὸ | βέλτιον | ||
κλητική ὦ! | βέλτιον | βέλτιον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | βελτίονες - βελτίους | τὰ | βελτίονᾰ - βελτίω | ||
γενική | τῶν | βελτιόνων | τῶν | βελτιόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | βελτίoσῐ(ν) | τοῖς | βελτίoσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | βελτίονᾰς - βελτίους | τὰ | βελτίονᾰ - βελτίω | ||
κλητική ὦ! | βελτίονες - βελτίους | βελτίονᾰ - βελτίω | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βελτίονε | τὼ | βελτίονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βελτιόνοιν | τοῖν | βελτιόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βελτίων' όπως «βελτίων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βελτίων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bel-
Επίθετο
επεξεργασίαβελτίων, βελτίων, βέλτιον
- συγκριτικός βαθμός του ἀγαθός