→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βελτίων τὸ βέλτιον
      γενική τοῦ/τῆς βελτίονος τοῦ βελτίονος
      δοτική τῷ/τῇ βελτίον τῷ βελτίον
    αιτιατική τὸν/τὴν βελτίον - βελτίω τὸ βέλτιον
     κλητική ! βέλτιον βέλτιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βελτίονες - βελτίους τὰ βελτίον - βελτίω
      γενική τῶν βελτιόνων τῶν βελτιόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς βελτίoσῐ(ν) τοῖς βελτίoσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς βελτίονᾰς - βελτίους τὰ βελτίον - βελτίω
     κλητική ! βελτίονες - βελτίους βελτίον - βελτίω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βελτίονε τὼ βελτίονε
      γεν-δοτ τοῖν βελτιόνοιν τοῖν βελτιόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βελτίων' όπως «βελτίων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βελτίων < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bel-

  Επίθετο

επεξεργασία

βελτίων, βελτίων, βέλτιον