άστρωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άστρωτος | η | άστρωτη | το | άστρωτο |
γενική | του | άστρωτου | της | άστρωτης | του | άστρωτου |
αιτιατική | τον | άστρωτο | την | άστρωτη | το | άστρωτο |
κλητική | άστρωτε | άστρωτη | άστρωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άστρωτοι | οι | άστρωτες | τα | άστρωτα |
γενική | των | άστρωτων | των | άστρωτων | των | άστρωτων |
αιτιατική | τους | άστρωτους | τις | άστρωτες | τα | άστρωτα |
κλητική | άστρωτοι | άστρωτες | άστρωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άστρωτος < αρχαία ελληνική ἄστρωτος
Επίθετο
επεξεργασίαάστρωτος
- που δεν έχει στρωθεί, που δεν το έχουν στρώσει
- (μεταφορικά) δυσκολοδιάβατος
- ο χωρίς επίστρωμα
- άστρωτος δρόμος
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άστρωτος
|