άστρωτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- άστρωτα < άστρωτος + -α < αρχαία ελληνική ἄστρωτος
Επίρρημα
επεξεργασίαάστρωτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία άστρωτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαάστρωτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άστρωτος