Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίστρωμα τα επιστρώματα
      γενική του επιστρώματος των επιστρωμάτων
    αιτιατική το επίστρωμα τα επιστρώματα
     κλητική επίστρωμα επιστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίστρωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίστρωμα ουδέτερο

  1. άνω στρώση
  2. ύφασμα που προστατεύει το στρώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία