κατάστρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάστρωση | οι | καταστρώσεις |
γενική | της | κατάστρωσης* | των | καταστρώσεων |
αιτιατική | την | κατάστρωση | τις | καταστρώσεις |
κλητική | κατάστρωση | καταστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κατάστρωση < ελληνιστική κοινή κατάστρωσις < αρχαία ελληνική καταστρώννυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κατάστρωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταστρώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατάστρωση
|