Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμμοστρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αμμοστρωμέν
ος
η
αμμοστρωμέν
η
το
αμμοστρωμέν
ο
γενική
του
αμμοστρωμέν
ου
της
αμμοστρωμέν
ης
του
αμμοστρωμέν
ου
αιτιατική
τον
αμμοστρωμέν
ο
την
αμμοστρωμέν
η
το
αμμοστρωμέν
ο
κλητική
αμμοστρωμέν
ε
αμμοστρωμέν
η
αμμοστρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αμμοστρωμέν
οι
οι
αμμοστρωμέν
ες
τα
αμμοστρωμέν
α
γενική
των
αμμοστρωμέν
ων
των
αμμοστρωμέν
ων
των
αμμοστρωμέν
ων
αιτιατική
τους
αμμοστρωμέν
ους
τις
αμμοστρωμέν
ες
τα
αμμοστρωμέν
α
κλητική
αμμοστρωμέν
οι
αμμοστρωμέν
ες
αμμοστρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμμοστρωμένος
<
άμμος
+
-ο-
+
στρωμένος
Μετοχή
επεξεργασία
αμμοστρωμένος, -η, -ο
στρωμένος
με
άμμο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άμμος
και
στρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμμοστρωμένος