Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στρωματέξ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
στρωματέξ
<
στρώμα
+
-έξ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στρωματέξ
ουδέτερο
άκλιτο
το
στρώμα
που
μόνιμα
προσαρμόζεται σε
κρεβάτι
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
στρώμα
και
στρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στρωματέξ