λιθοστρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιθοστρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λιθοστρώνω [1] ή λιθόστρωτ(ος) + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.θoˈstɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐θο‐στρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαλιθοστρώνω, αόρ.: λιθόστρωσα, παθ.φωνή: λιθοστρώνομαι, π.αόρ.: λιθοστρώθηκα, μτχ.π.π.: λιθοστρωμένος
- στρώνω τον δρόμο (ή κάτι ανάλογο) με λίθους, που έχουν υποστεί ειδική κατεργασία
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιθοστρώνω | λιθόστρωνα | θα λιθοστρώνω | να λιθοστρώνω | λιθοστρώνοντας | |
β' ενικ. | λιθοστρώνεις | λιθόστρωνες | θα λιθοστρώνεις | να λιθοστρώνεις | λιθόστρωνε | |
γ' ενικ. | λιθοστρώνει | λιθόστρωνε | θα λιθοστρώνει | να λιθοστρώνει | ||
α' πληθ. | λιθοστρώνουμε | λιθοστρώναμε | θα λιθοστρώνουμε | να λιθοστρώνουμε | ||
β' πληθ. | λιθοστρώνετε | λιθοστρώνατε | θα λιθοστρώνετε | να λιθοστρώνετε | λιθοστρώνετε | |
γ' πληθ. | λιθοστρώνουν(ε) | λιθόστρωναν λιθοστρώναν(ε) |
θα λιθοστρώνουν(ε) | να λιθοστρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λιθόστρωσα | θα λιθοστρώσω | να λιθοστρώσω | λιθοστρώσει | ||
β' ενικ. | λιθόστρωσες | θα λιθοστρώσεις | να λιθοστρώσεις | λιθόστρωσε | ||
γ' ενικ. | λιθόστρωσε | θα λιθοστρώσει | να λιθοστρώσει | |||
α' πληθ. | λιθοστρώσαμε | θα λιθοστρώσουμε | να λιθοστρώσουμε | |||
β' πληθ. | λιθοστρώσατε | θα λιθοστρώσετε | να λιθοστρώσετε | λιθοστρώστε | ||
γ' πληθ. | λιθόστρωσαν λιθοστρώσαν(ε) |
θα λιθοστρώσουν(ε) | να λιθοστρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λιθοστρώσει | είχα λιθοστρώσει | θα έχω λιθοστρώσει | να έχω λιθοστρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις λιθοστρώσει | είχες λιθοστρώσει | θα έχεις λιθοστρώσει | να έχεις λιθοστρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει λιθοστρώσει | είχε λιθοστρώσει | θα έχει λιθοστρώσει | να έχει λιθοστρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λιθοστρώσει | είχαμε λιθοστρώσει | θα έχουμε λιθοστρώσει | να έχουμε λιθοστρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε λιθοστρώσει | είχατε λιθοστρώσει | θα έχετε λιθοστρώσει | να έχετε λιθοστρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λιθοστρώσει | είχαν λιθοστρώσει | θα έχουν λιθοστρώσει | να έχουν λιθοστρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λιθοστρώνομαι | λιθοστρωνόμουν(α) | θα λιθοστρώνομαι | να λιθοστρώνομαι | ||
β' ενικ. | λιθοστρώνεσαι | λιθοστρωνόσουν(α) | θα λιθοστρώνεσαι | να λιθοστρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | λιθοστρώνεται | λιθοστρωνόταν(ε) | θα λιθοστρώνεται | να λιθοστρώνεται | ||
α' πληθ. | λιθοστρωνόμαστε | λιθοστρωνόμαστε λιθοστρωνόμασταν |
θα λιθοστρωνόμαστε | να λιθοστρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | λιθοστρώνεστε | λιθοστρωνόσαστε λιθοστρωνόσασταν |
θα λιθοστρώνεστε | να λιθοστρώνεστε | (λιθοστρώνεστε) | |
γ' πληθ. | λιθοστρώνονται | λιθοστρώνονταν λιθοστρωνόντουσαν |
θα λιθοστρώνονται | να λιθοστρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λιθοστρώθηκα | θα λιθοστρωθώ | να λιθοστρωθώ | λιθοστρωθεί | ||
β' ενικ. | λιθοστρώθηκες | θα λιθοστρωθείς | να λιθοστρωθείς | λιθοστρώσου | ||
γ' ενικ. | λιθοστρώθηκε | θα λιθοστρωθεί | να λιθοστρωθεί | |||
α' πληθ. | λιθοστρωθήκαμε | θα λιθοστρωθούμε | να λιθοστρωθούμε | |||
β' πληθ. | λιθοστρωθήκατε | θα λιθοστρωθείτε | να λιθοστρωθείτε | λιθοστρωθείτε | ||
γ' πληθ. | λιθοστρώθηκαν λιθοστρωθήκαν(ε) |
θα λιθοστρωθούν(ε) | να λιθοστρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λιθοστρωθεί | είχα λιθοστρωθεί | θα έχω λιθοστρωθεί | να έχω λιθοστρωθεί | λιθοστρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις λιθοστρωθεί | είχες λιθοστρωθεί | θα έχεις λιθοστρωθεί | να έχεις λιθοστρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λιθοστρωθεί | είχε λιθοστρωθεί | θα έχει λιθοστρωθεί | να έχει λιθοστρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λιθοστρωθεί | είχαμε λιθοστρωθεί | θα έχουμε λιθοστρωθεί | να έχουμε λιθοστρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λιθοστρωθεί | είχατε λιθοστρωθεί | θα έχετε λιθοστρωθεί | να έχετε λιθοστρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λιθοστρωθεί | είχαν λιθοστρωθεί | θα έχουν λιθοστρωθεί | να έχουν λιθοστρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι λιθοστρωμένος - είμαστε, είστε, είναι λιθοστρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν λιθοστρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν λιθοστρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι λιθοστρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι λιθοστρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι λιθοστρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι λιθοστρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «λίθος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ λιθοστρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας