↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρώσιμο τα στρωσίματα
      γενική του στρωσίματος των στρωσιμάτων
    αιτιατική το στρώσιμο τα στρωσίματα
     κλητική στρώσιμο στρωσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρώσιμο < στρώνω + -ιμο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρώσιμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία