ξέστρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξέστρωμα < ξεστρώ(νω) + -μα [1] < μεσαιωνικά ελληνικά ξεστρώνω < ξε- + στρώνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkse.stɾo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξέ‐στρω‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξέστρωμα ουδέτερο
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ξεστρώνω
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη στρώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξέστρωμα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ξέστρωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας