σκυρόστρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκυρόστρωση | οι | σκυροστρώσεις |
γενική | της | σκυρόστρωσης* | των | σκυροστρώσεων |
αιτιατική | τη | σκυρόστρωση | τις | σκυροστρώσεις |
κλητική | σκυρόστρωση | σκυροστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκυροστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκυρόστρωση < (καθαρεύουσα) σκυρόστρωσις < αρχαία ελληνική σκῦρον + στρώννυμι / στρωννύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκυρόστρωση θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ασκυρόστρωτος
- σκυρόστρωμα
- σκυροστρωμένος
- σκυροστρώνω
- σκυρόστρωτος
- → δείτε τις λέξεις σκύρο και στρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκυρόστρωση
Πηγές
επεξεργασία- Βλ. τα λήμματα «ballast» «ballastage» και ballaster», στο: Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν γαλλοελληνικόν, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π.Α. Πετράκου, 1911), σ. 229.