↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκυρόστρωση οι σκυροστρώσεις
      γενική της σκυρόστρωσης* των σκυροστρώσεων
    αιτιατική τη σκυρόστρωση τις σκυροστρώσεις
     κλητική σκυρόστρωση σκυροστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκυροστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυρόστρωση < (καθαρεύουσα) σκυρόστρωσις < αρχαία ελληνική σκῦρον + στρώννυμι / στρωννύω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκυρόστρωση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία