ballastage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ballastage | ballastages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαballastage (fr) αρσενικό
- ερματισμός (επιχαλίκωση) σιδηροδρομικής γραμμής
- (ναυτικός όρος) ερματισμός πλοίου (γέμισμα με σαβούρα)
ενικός | πληθυντικός |
ballastage | ballastages |
ballastage (fr) αρσενικό