ενικός         πληθυντικός  
ballastage ballastages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ballastage (fr) αρσενικό

  1. ερματισμός (επιχαλίκωση) σιδηροδρομικής γραμμής
  2. (ναυτικός όρος) ερματισμός πλοίου (γέμισμα με σαβούρα)