οδοστρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαοδοστρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οδοστρώνω | οδόστρωνα | θα οδοστρώνω | να οδοστρώνω | οδοστρώνοντας | |
β' ενικ. | οδοστρώνεις | οδόστρωνες | θα οδοστρώνεις | να οδοστρώνεις | οδόστρωνε | |
γ' ενικ. | οδοστρώνει | οδόστρωνε | θα οδοστρώνει | να οδοστρώνει | ||
α' πληθ. | οδοστρώνουμε | οδοστρώναμε | θα οδοστρώνουμε | να οδοστρώνουμε | ||
β' πληθ. | οδοστρώνετε | οδοστρώνατε | θα οδοστρώνετε | να οδοστρώνετε | οδοστρώνετε | |
γ' πληθ. | οδοστρώνουν(ε) | οδόστρωναν οδοστρώναν(ε) |
θα οδοστρώνουν(ε) | να οδοστρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οδόστρωσα | θα οδοστρώσω | να οδοστρώσω | οδοστρώσει | ||
β' ενικ. | οδόστρωσες | θα οδοστρώσεις | να οδοστρώσεις | οδόστρωσε | ||
γ' ενικ. | οδόστρωσε | θα οδοστρώσει | να οδοστρώσει | |||
α' πληθ. | οδοστρώσαμε | θα οδοστρώσουμε | να οδοστρώσουμε | |||
β' πληθ. | οδοστρώσατε | θα οδοστρώσετε | να οδοστρώσετε | οδοστρώστε | ||
γ' πληθ. | οδόστρωσαν οδοστρώσαν(ε) |
θα οδοστρώσουν(ε) | να οδοστρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οδοστρώσει | είχα οδοστρώσει | θα έχω οδοστρώσει | να έχω οδοστρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις οδοστρώσει | είχες οδοστρώσει | θα έχεις οδοστρώσει | να έχεις οδοστρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει οδοστρώσει | είχε οδοστρώσει | θα έχει οδοστρώσει | να έχει οδοστρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οδοστρώσει | είχαμε οδοστρώσει | θα έχουμε οδοστρώσει | να έχουμε οδοστρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε οδοστρώσει | είχατε οδοστρώσει | θα έχετε οδοστρώσει | να έχετε οδοστρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οδοστρώσει | είχαν οδοστρώσει | θα έχουν οδοστρώσει | να έχουν οδοστρώσει |
|