Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοστρωμένος η κακοστρωμένη το κακοστρωμένο
      γενική του κακοστρωμένου της κακοστρωμένης του κακοστρωμένου
    αιτιατική τον κακοστρωμένο την κακοστρωμένη το κακοστρωμένο
     κλητική κακοστρωμένε κακοστρωμένη κακοστρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοστρωμένοι οι κακοστρωμένες τα κακοστρωμένα
      γενική των κακοστρωμένων των κακοστρωμένων των κακοστρωμένων
    αιτιατική τους κακοστρωμένους τις κακοστρωμένες τα κακοστρωμένα
     κλητική κακοστρωμένοι κακοστρωμένες κακοστρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοστρωμένος < μετοχή παθ. παρακ. του ρήματος κακοστρώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ko.stɾoˈme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

κακοστρωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία