κακοστρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοστρωμένος < μετοχή παθ. παρακ. του ρήματος κακοστρώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ko.stɾoˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίακακοστρωμένος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακοστρωμένος
|