Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας put to work
γ΄ ενικό ενεστώτα puts to work
αόριστος put to work
παθητική μετοχή put to work
ενεργητική μετοχή putting to work

  Ετυμολογία επεξεργασία

put to work < → δείτε τις λέξεις put, to και work

  Ρήμα επεξεργασία

put to work (en)