στρωματογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρωματογραφία < στρώμα + -ο- + -γραφία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stratigraphie ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική stratigraphy)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρωματογραφία θηλυκό
- (γεωλογία) κλάδος της γεωλογίας που μελετά τα στρώματα των πετρωμάτων της γης και ασχολείται με την περιγραφή, την ταξινόμηση και τη χρονική αλληλουχία των στρωμάτων αυτών, παρέχοντας έτσι πληροφορίες για την ιστορία της γης και τις διαδικασίες που την έχουν διαμορφώσει
- (αρχαιολογία) η μελέτη της διαστρωμάτωσης των αρχαιολογικών καταλοίπων, για τον καθορισμό της χρονολογίας των αρχαιολογικών ευρημάτων
- (μεταφορικά) ο καθορισμός και η μελέτη κοινωνικών, πολιτισμικών ή άλλων υποομάδων με κοινά χαρακτηριστικά
Συγγενικά
επεξεργασία- βιοστρωματογραφία
- μαγνητοστρωματογραφία
- στρωματογραφικά
- στρωματογραφικός
- → δείτε τις λέξεις στρώμα και γράφω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρωματογραφία
Πηγές
επεξεργασία- στρωματογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρωματογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στρωματογραφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)