βιοστρωματογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιοστρωματογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biostratigraphy < αρχαία ελληνική βίος + στρῶμα + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιοστρωματογραφία θηλυκό
- (γεωλογία, βιολογία) υποκατηγορία της στρωματογραφίας που χρησιμοποιεί απολιθώματα για τον καθορισμό, τη συσχέτιση και τη χρονολόγηση των στρωμάτων των πετρωμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία βιοστρωματογραφία
Πηγές
επεξεργασία- βιοστρωματογραφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)