παρέχοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπαρέχοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παρέχω
- ⮡ Υποστηρίζει τις ελληνικές επιχειρήσεις παρέχοντας σε αυτές μια σειρά υπηρεσιών αλλά και εκπτώσεις ανάλογα με το τζίρο τους.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπαρέχοντας