Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαστρωμάτωση οι διαστρωματώσεις
      γενική της διαστρωμάτωσης* των διαστρωματώσεων
    αιτιατική τη διαστρωμάτωση τις διαστρωματώσεις
     κλητική διαστρωμάτωση διαστρωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστρωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαστρωμάτωση < δια- + στρώμα + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stratification)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαστρωμάτωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία