στρωματοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στρωματοποίηση | οι | στρωματοποιήσεις |
γενική | της | στρωματοποίησης* | των | στρωματοποιήσεων |
αιτιατική | τη | στρωματοποίηση | τις | στρωματοποιήσεις |
κλητική | στρωματοποίηση | στρωματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στρωματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρωματοποίηση < στρωματοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρωματοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρωματοποιώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρωματοποίηση
|