Ετυμολογία

επεξεργασία
διαστρωματώνω (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική stratify < γαλλική stratrifier
ή < ουσιαστικό διαστρωμάτω(ση) + -ώνω. Δείτε τη λατινική stratum.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.stɾo.maˈto.no/ & /ði.a.stɾo.maˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐στρω‐μα‐τώ‐νω ή δι‐α‐στρω‐μα‐τώ‐νω

διαστρωματώνω, αόρ.: διαστρωμάτωσα, παθ.φωνή: διαστρωματώνομαι, π.αόρ.: διαστρωματώθηκα, μτχ.π.π.: διαστρωματωμένος

  • (σπάνιο) δημιουργώ στρώματα, χωρίζω σε στρώματα
    ※  Ανάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀντιθετικοὺς ὑπαρκτικούς πόλους διαστρωματώνεται η σύνολη πραγματικότητα. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κάπου στὸ μέσον τῆς κλίμακας: ὡς σῶμα μετέχει στην ὑλικὴ φύση τοῦ κακοῦ καὶ ὡς πνεῦμα στὴν πραγματικότητα τοῦ ἀγαθοῦ. Αὐτὴ ἡ ὀντολογική σχιζοείδεια πού καθορίζει ὑπαρκτικὰ τὸν ἄνθρωπο, συνεπάγεται καὶ συγκεκριμένη ηθική: Ὁ Γνωστικισμός κηρύττει τὴν ἔμπρακτη ἀπέχθεια γιὰ τὴν ὕλη, ἑπομένως τήν περιφρόνηση καὶ ἐχθρότητα γιὰ τὸ σῶμα, τὴ βδελυγμία γιὰ κάθε ἡδονή, ἰδιαίτερα γιὰ τὴ σεξουαλικότητα.
    Χρήστος Γιανναράς, Το αίνιγμα του κακού, (2008), Αθήνα, Εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 4 @google.books

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία