↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρωματογραφικός η στρωματογραφική το στρωματογραφικό
      γενική του στρωματογραφικού της στρωματογραφικής του στρωματογραφικού
    αιτιατική τον στρωματογραφικό τη στρωματογραφική το στρωματογραφικό
     κλητική στρωματογραφικέ στρωματογραφική στρωματογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρωματογραφικοί οι στρωματογραφικές τα στρωματογραφικά
      γενική των στρωματογραφικών των στρωματογραφικών των στρωματογραφικών
    αιτιατική τους στρωματογραφικούς τις στρωματογραφικές τα στρωματογραφικά
     κλητική στρωματογραφικοί στρωματογραφικές στρωματογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρωματογραφικός < στρωματογραφία + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stratigraphique ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική stratigraphic)

  Επίθετο

επεξεργασία

στρωματογραφικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία