στρωματογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρωματογραφικός < στρωματογραφία + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική stratigraphique ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική stratigraphic)
Επίθετο
επεξεργασίαστρωματογραφικός, -ή, -ό
- (γεωλογία, μεταφορικά) που έχει σχέση με την στρωματογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρωματογραφικός
Πηγές
επεξεργασία- στρωματογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρωματογραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στρωματογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)