stratigraphique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stratigraphique < stratigraphie
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stratigraphique | stratigraphiques |
stratigraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που χρησιμοποιεί τη στρωματογραφία
ενικός | πληθυντικός |
stratigraphique | stratigraphiques |
stratigraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό