καταλοίπων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακαταλοίπων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαταλοίπων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του κατάλοιπος
καταλοίπων
καταλοίπων