Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξέστρωτος η αξέστρωτη το αξέστρωτο
      γενική του αξέστρωτου της αξέστρωτης του αξέστρωτου
    αιτιατική τον αξέστρωτο την αξέστρωτη το αξέστρωτο
     κλητική αξέστρωτε αξέστρωτη αξέστρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξέστρωτοι οι αξέστρωτες τα αξέστρωτα
      γενική των αξέστρωτων των αξέστρωτων των αξέστρωτων
    αιτιατική τους αξέστρωτους τις αξέστρωτες τα αξέστρωτα
     κλητική αξέστρωτοι αξέστρωτες αξέστρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. αξέστρωτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀξέστρωτος < ἀ- + ξεστρώνω + -τος < ξε- + στρώνω < (ελληνιστική κοινήστρωννύω / στρώννυμι < αρχαία ελληνική στόρνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃- (τείνω, εκτείνω, εξαπλώνω)
  2. αξέστρωτος < α- πλεοναστικό + ξέστρωτος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkse.stɾo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξέ‐στρω‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξέστρωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει ξεστρωθεί
     συνώνυμα: στρωμένος
  2. (λαϊκότροπο, προφορικό) άστρωτος, ξεστρωμένος, ξέστρωτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία