Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεστρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεστρώνω < ξε- + στρώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kseˈstɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐στρώ‐νω

ξεστρώνω, αόρ.: ξέστρωσα, παθ.φωνή: ξεστρώνομαι, π.αόρ.: ξεστρώθηκα, μτχ.π.π.: ξεστρωμένος

  1. αποκαλύπτω μια επιφάνεια αφαιρώντας το κάλυμμα με το οποίο είχε καλυφθεί
  2. (για κρεβάτι) του αφαιρώ τα σκεπάσματα, τα σεντόνια

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεστρώνω < ξε- + στρώνω

ζητούμενο λήμμα