ξεστρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεστρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεστρώνω < ξε- + στρώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kseˈstɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐στρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαξεστρώνω, αόρ.: ξέστρωσα, παθ.φωνή: ξεστρώνομαι, π.αόρ.: ξεστρώθηκα, μτχ.π.π.: ξεστρωμένος
- αποκαλύπτω μια επιφάνεια αφαιρώντας το κάλυμμα με το οποίο είχε καλυφθεί
- (για κρεβάτι) του αφαιρώ τα σκεπάσματα, τα σεντόνια
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αξέστρωτος
- ξέστρωμα
- ξεστρωμένος
- ξεστρώσιμο
- ξέστρωτος
- → και δείτε τη λέξη στρώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεστρώνω | ξέστρωνα | θα ξεστρώνω | να ξεστρώνω | ξεστρώνοντας | |
β' ενικ. | ξεστρώνεις | ξέστρωνες | θα ξεστρώνεις | να ξεστρώνεις | ξέστρωνε | |
γ' ενικ. | ξεστρώνει | ξέστρωνε | θα ξεστρώνει | να ξεστρώνει | ||
α' πληθ. | ξεστρώνουμε | ξεστρώναμε | θα ξεστρώνουμε | να ξεστρώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεστρώνετε | ξεστρώνατε | θα ξεστρώνετε | να ξεστρώνετε | ξεστρώνετε | |
γ' πληθ. | ξεστρώνουν(ε) | ξέστρωναν ξεστρώναν(ε) |
θα ξεστρώνουν(ε) | να ξεστρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξέστρωσα | θα ξεστρώσω | να ξεστρώσω | ξεστρώσει | ||
β' ενικ. | ξέστρωσες | θα ξεστρώσεις | να ξεστρώσεις | ξέστρωσε | ||
γ' ενικ. | ξέστρωσε | θα ξεστρώσει | να ξεστρώσει | |||
α' πληθ. | ξεστρώσαμε | θα ξεστρώσουμε | να ξεστρώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεστρώσατε | θα ξεστρώσετε | να ξεστρώσετε | ξεστρώστε | ||
γ' πληθ. | ξέστρωσαν ξεστρώσαν(ε) |
θα ξεστρώσουν(ε) | να ξεστρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεστρώσει | είχα ξεστρώσει | θα έχω ξεστρώσει | να έχω ξεστρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεστρώσει | είχες ξεστρώσει | θα έχεις ξεστρώσει | να έχεις ξεστρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεστρώσει | είχε ξεστρώσει | θα έχει ξεστρώσει | να έχει ξεστρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεστρώσει | είχαμε ξεστρώσει | θα έχουμε ξεστρώσει | να έχουμε ξεστρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεστρώσει | είχατε ξεστρώσει | θα έχετε ξεστρώσει | να έχετε ξεστρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεστρώσει | είχαν ξεστρώσει | θα έχουν ξεστρώσει | να έχουν ξεστρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεστρώνομαι | ξεστρωνόμουν(α) | θα ξεστρώνομαι | να ξεστρώνομαι | ||
β' ενικ. | ξεστρώνεσαι | ξεστρωνόσουν(α) | θα ξεστρώνεσαι | να ξεστρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ξεστρώνεται | ξεστρωνόταν(ε) | θα ξεστρώνεται | να ξεστρώνεται | ||
α' πληθ. | ξεστρωνόμαστε | ξεστρωνόμαστε ξεστρωνόμασταν |
θα ξεστρωνόμαστε | να ξεστρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ξεστρώνεστε | ξεστρωνόσαστε ξεστρωνόσασταν |
θα ξεστρώνεστε | να ξεστρώνεστε | (ξεστρώνεστε) | |
γ' πληθ. | ξεστρώνονται | ξεστρώνονταν ξεστρωνόντουσαν |
θα ξεστρώνονται | να ξεστρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεστρώθηκα | θα ξεστρωθώ | να ξεστρωθώ | ξεστρωθεί | ||
β' ενικ. | ξεστρώθηκες | θα ξεστρωθείς | να ξεστρωθείς | ξεστρώσου | ||
γ' ενικ. | ξεστρώθηκε | θα ξεστρωθεί | να ξεστρωθεί | |||
α' πληθ. | ξεστρωθήκαμε | θα ξεστρωθούμε | να ξεστρωθούμε | |||
β' πληθ. | ξεστρωθήκατε | θα ξεστρωθείτε | να ξεστρωθείτε | ξεστρωθείτε | ||
γ' πληθ. | ξεστρώθηκαν ξεστρωθήκαν(ε) |
θα ξεστρωθούν(ε) | να ξεστρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξεστρωθεί | είχα ξεστρωθεί | θα έχω ξεστρωθεί | να έχω ξεστρωθεί | ξεστρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξεστρωθεί | είχες ξεστρωθεί | θα έχεις ξεστρωθεί | να έχεις ξεστρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξεστρωθεί | είχε ξεστρωθεί | θα έχει ξεστρωθεί | να έχει ξεστρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεστρωθεί | είχαμε ξεστρωθεί | θα έχουμε ξεστρωθεί | να έχουμε ξεστρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξεστρωθεί | είχατε ξεστρωθεί | θα έχετε ξεστρωθεί | να έχετε ξεστρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεστρωθεί | είχαν ξεστρωθεί | θα έχουν ξεστρωθεί | να έχουν ξεστρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεστρωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεστρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεστρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεστρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεστρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεστρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεστρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεστρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεστρώνω
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ξεστρώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].