ξεστρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεστρώνομαι, π.αόρ.: ξεστρώθηκα, μτχ.π.π.: ξεστρωμένος, (ενεργ.: ξεστρώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος ξεστρώνω → δείτε και την κλίση
ξεστρώνομαι, π.αόρ.: ξεστρώθηκα, μτχ.π.π.: ξεστρωμένος, (ενεργ.: ξεστρώνω)