αμμόστρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈmo.stɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐μό‐στρω‐τος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμμόστρωτος θηλυκό
- στρωμένος με άμμο (για δρόμους)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμμόστρωτος
|