get down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | get down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets down |
αόριστος | got down |
παθητική μετοχή | gotten down, got down |
ενεργητική μετοχή | getting down |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
get down (en)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) στενοχωρώ, χαλιέμαι, τσακίζω, που μου προκαλεί στενοχώρια
What he said really got me down.
- Με στενοχώρησε πολύ αυτό που είπε.
It’s a shame to let such things get you down.
- Είναι κρίμα να στενοχωριέσαι για τέτοια πράγματα.
Don’t let it get you down, man — it wasn’t worth it.
- Μη στενοχωριέσαι, ρε φίλε, δεν άξιζε τον κόπο.
All right, he didn’t invite me to his party, but I don’t let stuff like that get me down.
- Εντάξει, δεν με κάλεσε στο πάρτι του, για τέτοια πράγματα εγώ δεν χαλιέμαι.
The bad weather gets me down.
- Με τσακίζει ο άσχημος καιρός.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sadden
- για μη ιδιωματικές σημασίες → δείτε τις λέξεις get και down