get down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | get down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gets down |
αόριστος | got down |
παθητική μετοχή | gotten down, got down |
ενεργητική μετοχή | getting down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαget down (en)
- (μεταβατικό) επιδίδομαι σε κάτι με ιδιαίτερο ζήλο, αφοσιώνομαι, στρώνομαι στη δουλειά
- ⮡ If you don’t get down to work, you won’t see a promotion.
- Aν δε στρωθείς στη δουλειά, δε θα δεις προκοπή.
- ≈ συνώνυμα: knuckle down, hunker down, buckle down
- ⮡ If you don’t get down to work, you won’t see a promotion.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κατεβαίνω