ενεστώτας get down
γ΄ ενικό ενεστώτα gets down
αόριστος got down
παθητική μετοχή gotten down, got down
ενεργητική μετοχή getting down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get down < → δείτε τις λέξεις get και down

get down (en)

  1. (μεταβατικό) επιδίδομαι σε κάτι με ιδιαίτερο ζήλο, αφοσιώνομαι, στρώνομαι στη δουλειά
    ⮡  If you don’t get down to work, you won’t see a promotion.
    Aν δε στρωθείς στη δουλειά, δε θα δεις προκοπή.
     συνώνυμα: knuckle down, hunker down, buckle down
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κατεβαίνω
    ⮡  I can’t get down the stairs.
    Δεν μπορώ να κατέβω τις σκάλες.
     συνώνυμα: descend