ενεστώτας get down
γ΄ ενικό ενεστώτα gets down
αόριστος got down
παθητική μετοχή gotten down, got down
ενεργητική μετοχή getting down

Ετυμολογία

επεξεργασία
get down <  δείτε τις λέξεις get και down

get down (en)

  1. (μεταβατικό, ανεπίσημο) στενοχωρώ, χαλιέμαι, τσακίζω, που μου προκαλεί στενοχώρια
    παράδειγμα  What he said really got me down.
    Με στενοχώρησε πολύ αυτό που είπε.
    παράδειγμα  It’s a shame to let such things get you down.
    Είναι κρίμα να στενοχωριέσαι για τέτοια πράγματα.
    παράδειγμα  Don’t let it get you down, man — it wasn’t worth it.
    Μη στενοχωριέσαι, ρε φίλε, δεν άξιζε τον κόπο.
    παράδειγμα  All right, he didn’t invite me to his party, but I don’t let stuff like that get me down.
    Εντάξει, δεν με κάλεσε στο πάρτι του, για τέτοια πράγματα εγώ δεν χαλιέμαι.
    παράδειγμα  The bad weather gets me down.
    Με τσακίζει ο άσχημος καιρός.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη sadden
  2. για μη ιδιωματικές σημασίες  δείτε τις λέξεις get και down
    παράδειγμα  I can’t get down the stairs.
    Δεν μπορώ να κατέβω τις σκάλες.
     συνώνυμα: descend