buckle down
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | buckle down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buckles down |
αόριστος | buckled down |
παθητική μετοχή | buckled down |
ενεργητική μετοχή | buckling down |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
buckle down (en)
- (αμετάβατο, ιδιωματισμός) → δείτε τον όρο get down