ενεστώτας hunker down
γ΄ ενικό ενεστώτα hunkers down
αόριστος hunkered down
παθητική μετοχή hunkered down
ενεργητική μετοχή hunkering down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hunker down < → δείτε τις λέξεις hunker και down

hunker down (en)