Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πισσόστρωση οι πισσοστρώσεις
      γενική της πισσόστρωσης* των πισσοστρώσεων
    αιτιατική την πισσόστρωση τις πισσοστρώσεις
     κλητική πισσόστρωση πισσοστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πισσοστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πισσόστρωση < πίσσ(α) + -ο- + στρώση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πισσόστρωση θηλυκό

  1. η ασφαλτόστρωση
    ※  Τέλος πραγματοποιείται συντήρηση-πισσόστρωση στους κεντρικούς και μη δρόμους του νησιού μας (Διάφορες παρεμβάσεις βελτιώνουν την εικόνα των οικισμών στο νησί, paxi.gr, 07/06/2018 [1])
  2. (σπάνιο) η επικάλυψη ενός αντικειμένου με πίσσα

  Μεταφράσεις επεξεργασία