ακάθιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακάθιστος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκάθιστος < ἀ- + (καθίζω) καθισ- + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈka.θi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κά‐θι‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ακάθιστος, -η, -ο
- (οικείο, συνήθως για παιδί) που δε γίνεται να κάθεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, που είναι αεικίνητο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακάθιστος
→ δείτε τη λέξη αεικίνητος |