παρακάθομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρακάθομαι < αρχαία ελληνική παρακάθημαι < παρά + κάθημαι (3.παρα- + κάθομαι)
Ρήμα
επεξεργασίαπαρακάθομαι
- (λόγιο) άλλη μορφή του παρακάθημαι
- κάθομαι κοντά η δίπλα σε κάποιον ακολουθώντας ιεραρχική σειρά
- (λαϊκότροπο) κάθομαι για πάρα πολλή ώρα, αδρανώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παρακάθημαι, παρά και κάθομαι