φροῦδος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φροῦδος | ἡ | φρούδη & φροῦδος |
τὸ | φροῦδον |
γενική | τοῦ | φρούδου | τῆς | φρούδης & φρούδου |
τοῦ | φρούδου |
δοτική | τῷ | φρούδῳ | τῇ | φρούδῃ & φρούδῳ |
τῷ | φρούδῳ |
αιτιατική | τὸν | φροῦδον | τὴν | φρούδην & φροῦδον |
τὸ | φροῦδον |
κλητική ὦ! | φροῦδε | φρούδη & φροῦδε |
φροῦδον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | φροῦδοι | αἱ | φροῦδαι & φροῦδοι |
τὰ | φροῦδᾰ |
γενική | τῶν | φρούδων | τῶν | φρούδων & φρούδων |
τῶν | φρούδων |
δοτική | τοῖς | φρούδοις | ταῖς | φρούδαις & φρούδοις |
τοῖς | φρούδοις |
αιτιατική | τοὺς | φρούδους | τὰς | φρούδᾱς & φρούδους |
τὰ | φροῦδᾰ |
κλητική ὦ! | φροῦδοι | φροῦδαι & φροῦδοι |
φροῦδᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρούδω | τὼ | φρούδᾱ & φρούδω |
τὼ | φρούδω |
γεν-δοτ | τοῖν | φρούδοιν | τοῖν | φρούδαιν & φρούδοιν |
τοῖν | φρούδοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «φαῦλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία- φροῦδος, -η, -ον & -ος, -ος, -ον
- (για πρόσωπα) αυτός που απήλθε, που αναχώρησε, που έφυγε, που εξαφανίσθηκε, που χάθηκε
- (μεταφορικά) κατεστραμμένος
- (για πράγματα) χαμένος, εξαφανισμένος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φροῦδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φροῦδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.