γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φροῦδος φρούδη
& φροῦδος
τὸ φροῦδον
      γενική τοῦ φρούδου τῆς φρούδης
& φρούδου
τοῦ φρούδου
      δοτική τῷ φρούδ τῇ φρούδ
& φρούδ
τῷ φρούδ
    αιτιατική τὸν φροῦδον τὴν φρούδην
& φροῦδον
τὸ φροῦδον
     κλητική ! φροῦδε φρούδη
& φροῦδε
φροῦδον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φροῦδοι αἱ φροῦδαι
& φροῦδοι
τὰ φροῦδ
      γενική τῶν φρούδων τῶν φρούδων
& φρούδων
τῶν φρούδων
      δοτική τοῖς φρούδοις ταῖς φρούδαις
& φρούδοις
τοῖς φρούδοις
    αιτιατική τοὺς φρούδους τὰς φρούδᾱς
& φρούδους
τὰ φροῦδ
     κλητική ! φροῦδοι φροῦδαι
& φροῦδοι
φροῦδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φρούδω τὼ φρούδ
& φρούδω
τὼ φρούδω
      γεν-δοτ τοῖν φρούδοιν τοῖν φρούδαιν
& φρούδοιν
τοῖν φρούδοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «φαῦλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
φροῦδος < πρό + ὅδος > ὁδόω -ώ με μετάθεση της δασύτητας στην αρχή
φροῦδος, -η, -ον & -ος, -ος, -ον
  1. (για πρόσωπα) αυτός που απήλθε, που αναχώρησε, που έφυγε, που εξαφανίσθηκε, που χάθηκε
  2. (μεταφορικά) κατεστραμμένος
  3. (για πράγματα) χαμένος, εξαφανισμένος

Δείτε επίσης

επεξεργασία