Δείτε επίσης: οδίτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὁδίτης οἱ ὁδίται
      γενική τοῦ ὁδίτου τῶν ὁδιτῶν
      δοτική τῷ ὁδίτ τοῖς ὁδίταις
    αιτιατική τὸν ὁδίτην τοὺς ὁδίτᾱς
     κλητική ! ὁδίτ ὁδίται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁδίτ
γεν-δοτ τοῖν  ὁδίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὁδίτης, ήδη ομηρικό < ὁδ(ός) + -ίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὁδίτης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὁδός

  Πηγές επεξεργασία