Δείτε επίσης: ὁδίτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οδίτης οι οδίτες
      γενική του οδίτη των οδιτών
    αιτιατική τον οδίτη τους οδίτες
     κλητική οδίτη οδίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδίτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδίτης < ὁδ(ός) + -ίτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈði.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐δί‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδίτης αρσενικό

  • (αρχαιοπρεπές) οδοιπόρος, ταξιδιώτης, στρατοκόπος
    ※  Ανήσυχος και ακάματος οδίτης […] επιμένει να ποιεί τέχνη, ξανασυλλαβίζοντας τον κόσμο με τον δικό του τρόπο, στα δικά του μέτρα.(Παρουσίαση (2017) βιβλίου του Θανάση Δρίτσα (καρδιολόγου) @texnoxoros.org)
    πάροικος / πολίτης του κόσμου και οδίτης της Βασιλείας του Θεού (έκφραση στην εκκλησιαστική γλώσσα → δείτε και τη λέξη ὁδίτης)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία