αποτελεσμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποτελεσμένος < (καθαρεύουσα) αποτετελεσμένος < αρχαία ελληνική ἀποτετελεσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀποτελῶ
Μετοχή επεξεργασία
αποτελεσμένος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποτέλεσμα, αποτελώ και τέλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποτελεσμένος
|