result
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
result | results |
result (en)
- το αποτέλεσμα, πράγμα που προκαλείται ή παράγεται εξαιτίας κάτι άλλου
- ↪ without a result - χωρίς αποτέλεσμα
- ↪ It’s producing/yielding results.
- Δίνει/Φέρνει αποτελέσματα.
- ↪ as a result of the accident - σαν αποτέλεσμα αυτού του ατυχήματος
- ↪ His limp is the result of an accident.
- Η κουτσαμάρα του είναι αποτέλεσμα ατυχήματος.
- το αποτέλεσμα, η τελική βαθμολογία ή το όνομα του νικητή σε αθλητική εκδήλωση, διαγωνισμό, εκλογή κτλ.
- ↪ the election results - τα εκλογικά αποτελέσματα
- ↪ They will publish the results of the competition.
- Θα δημοσιεύσουν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού.
- το αποτέλεσμα, ο βαθμός που παίρνω σε μια εξέταση
- ↪ Are the exam results out?
- Βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων;
- ↪ Are the exam results out?
- (μόνο πληθυντικός) το αποτέλεσμα, αυτά που επιτυγχάνονται με επιτυχία
- ↪ The pressure that was exerted brought results.
- Η πίεση που ασκήθηκε έφερε αποτέλεσμα.
- ↪ The pressure that was exerted brought results.
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | result |
γ΄ ενικό ενεστώτα | results |
αόριστος | resulted |
παθητική μετοχή | resulted |
ενεργητική μετοχή | resulting |
result (en)
- καταλήγω, κάνει κάτι να συμβεί
- ↪ The events that resulted in the great war…
- Τα γεγονότα που κατέληξαν στον μεγάλο πόλεμο…
- ↪ The events that resulted in the great war…
- (αμετάβατο) προέρχομαι από, συμβαίνει λόγω κάτι άλλου που συνέβη πριν
- ↪ Difficulties resulting from…
- Δυσκολίες που προέρχονται από…
- ↪ The accident resulted from carelessness.
- Το ατύχημα προήλθε από απροσεξία.
- ≈ συνώνυμα: come from, come of και come out of
- ↪ Difficulties resulting from…
Πηγές επεξεργασία
- result (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- result (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 425. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταλήγω