Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
résultat résultats

résultat (fr) αρσενικό

  1. το αποτέλεσμα
  2. η επίδραση
  3. η συνέπεια

Συγγενικά

επεξεργασία