efekto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | efekto | efektoj |
αιτιατική | efekton | efektojn |
efekto (eo)
- το αποτέλεσμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | efekto | efektoj |
αιτιατική | efekton | efektojn |
efekto (eo)