Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπικάζ < (αγγλ. speak) + -αζ ( γαλλική -age)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπικάζ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία