voice-over
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | voice-over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | voice-overs |
αόριστος | voice-overed |
παθητική μετοχή | voice-overed |
ενεργητική μετοχή | voice-overing |
voice-over (en)
- κάνω σπικάζ
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ voice-over - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)