Ετυμολογία

επεξεργασία
voice-over < voice + over (μαρτυρείται από το 1947)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈvɔɪsəʊvə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
voice-over voice-overs

voice-over (en)

ενεστώτας voice-over
γ΄ ενικό ενεστώτα voice-overs
αόριστος voice-overed
παθητική μετοχή voice-overed
ενεργητική μετοχή voice-overing

voice-over (en)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. voice-over - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)