Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρακολούθημα τα παρακολουθήματα
      γενική του παρακολουθήματος των παρακολουθημάτων
    αιτιατική το παρακολούθημα τα παρακολουθήματα
     κλητική παρακολούθημα παρακολουθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακολούθημα < παρά + ακολούθημα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακολούθημα ουδέτερο

  1. είναι ο χώρος εκείνος μιας ιδιοκτησίας (κτιρίου ή οικοπέδου) που έχει βοηθητική χρήση
    η οικογένεια Τάδε έχτισε ένα παρακολούθημα με εμβαδόν 10 τετραγωνικών μέτρων για τη στέγαση του λέβητα· σα συνέπεια η αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας αυξήθηκε
  2. αυτό που ακολουθεί
    παρακολούθημα και λογική συνέπεια των πράξεών μου ήταν να αποκτήσω περισσότερους φίλους

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία