καταπέμπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπέμπω < αρχαία ελληνική καταπέμπω < κατά + πέμπω
Ρήμα
επεξεργασίακαταπέμπω
- (αρχαιοπρεπές) μεταφέρω κάτι προς τα κάτω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καταπέμπω
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- καταπέμπω < αρχαία ελληνική καταπέμπω < κατά + πέμπω
Ρήμα
επεξεργασίακαταπέμπω
- απελπίζω
- (μεταφορικά) στέλνω κάποιον στον Άδη