προπομπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπομπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπομπός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.pomˈbos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πο‐μπός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροπομπός αρσενικό
- άτομο που έχει αποσταλεί πριν από κάποιον ή κάτι άλλο με τη μορφή του αγγελιοφόρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία προπομπός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προπομπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας