↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προπομπός οι προπομποί
      γενική του προπομπού των προπομπών
    αιτιατική τον προπομπό τους προπομπούς
     κλητική προπομπέ προπομποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προπομπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπομπός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.pomˈbos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐πο‐μπός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προπομπός αρσενικό

  • άτομο που έχει αποσταλεί πριν από κάποιον ή κάτι άλλο με τη μορφή του αγγελιοφόρου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία