Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοκινητοπομπή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυτοκινητοπομπ
ή
οι
αυτοκινητοπομπ
ές
γενική
της
αυτοκινητοπομπ
ής
των
αυτοκινητοπομπ
ών
αιτιατική
την
αυτοκινητοπομπ
ή
τις
αυτοκινητοπομπ
ές
κλητική
αυτοκινητοπομπ
ή
αυτοκινητοπομπ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοκινητοπομπή
<
αυτοκίνητο
+
πομπή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοκινητοπομπή
θηλυκό
πολλά
αυτοκίνητα
που ταξιδεύουν μαζί αποτελώντας ένα οργανικό σύνολο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοκινητοπομπή
αγγλικά
:
motorcade
(en)
γαλλικά
:
cortège de voitures
(fr)