πέμψις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέμψις < αρχαία ελληνική πέμψις
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέμψις θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πέμψις
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέμψις < πέμπω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέμψις θηλυκό